- αρχικός
- -ή, -ό (AM ἀρχικός, -ή, -όν)νεοελλ.αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτοςαρχ.1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα2. ο κατάλληλος για να κυβερνά3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής4. ο ανώτατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός].
Dictionary of Greek. 2013.